- ὀκτάμετρος
- ὀκτά-μετρος, ον,A of eight measures : -μετρον, τό, octameter, Sch.Heph.p.132 C.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτάμετρος — η, ο (Α ὀκτάμετρος, ον) (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο οκτάμετρος και το οκτάμετρο στίχος που αποτελείται από οκτώ μέτρα, δηλ. από οκτώ μετρικούς πόδες νεοελλ. αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος οκτώ μέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) +… … Dictionary of Greek
ὀκτάμετρον — ὀκτάμετρος of eight measures masc/fem acc sg ὀκτάμετρος of eight measures neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταμέτρου — ὀκτάμετρος of eight measures masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek